Σκάμων

Σκάμων
Σκάμων
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σκάμων — Μυτιληναίος ιστορικός συγγραφέας. Έγραψε Περί Λέσβου και Περί ευρημάτων. Λέγεται ότι ήταν πατέρας ή γιος του ιστορικού Ελλάνικου …   Dictionary of Greek

  • κηλώνειο(ν) — το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον) το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. ειον (πρβλ. σκαμών ειον, χελών ειον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”